Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parastatàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parastaˈtale]

υπάλληλος εταιρείας ελεγχόμενης από το κράτος

parastatàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parastaˈtale]

1 ημιεπίσημος
2 ελεγχόμενος από το δημόσιο
3 ελεγχόμενος από το κράτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parasta parastato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parassitologia (θηλ.ουσ)
parassitologico (επίθ.)
parassitologo (ουσ αρσ )
parassitosi (θηλ.ουσ)
parasta (θηλ.ουσ)
parastatale (ουσ αρσ )
parastatale (επίθ.)
parastato (ουσ αρσ )
parastinchi (ουσ αρσ )
parastrappi (ουσ αρσ )
parata (θηλ.ουσ)
paratassi (θηλ.ουσ)
paratattico (επίθ.)
paratia (θηλ.ουσ)
paratifico (επίθ.)
paratifo (ουσ αρσ )
paratiroide (θηλ.ουσ)
parato (ουσ αρσ )
parato (επίθ.)
paratoia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---