Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparastatàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parastaˈtale] υπάλληλος εταιρείας ελεγχόμενης από το κράτος parastatàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [parastaˈtale] 1 ημιεπίσημος 2 ελεγχόμενος από το δημόσιο 3 ελεγχόμενος από το κράτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |