Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parassitìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parassiˈtizmo]

παρασιτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parassitico parassitologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parassitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
parassitario (επίθ.)
parassiticida (ουσ αρσ )
parassiticida (επίθ.)
parassitico (επίθ.)
parassitismo (ουσ αρσ )
parassitologia (θηλ.ουσ)
parassitologico (επίθ.)
parassitologo (ουσ αρσ )
parassitosi (θηλ.ουσ)
parasta (θηλ.ουσ)
parastatale (ουσ αρσ )
parastatale (επίθ.)
parastato (ουσ αρσ )
parastinchi (ουσ αρσ )
parastrappi (ουσ αρσ )
parata (θηλ.ουσ)
paratassi (θηλ.ουσ)
paratattico (επίθ.)
paratia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---