Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraspìgolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,parasˈpigolo]

γωνία γύψινου διακοσμητικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paraspalle parassita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parasimpatico (ουσ αρσ )
parasimpatico (επίθ.)
parasintetico (αρσ. επίθ και ουσ)
parasole (ουσ αρσ )
paraspalle (ουσ αρσ )
paraspigolo (ουσ αρσ )
parassita (ουσ αρσ )
parassita (επίθ.)
parassitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
parassitario (επίθ.)
parassiticida (ουσ αρσ )
parassiticida (επίθ.)
parassitico (επίθ.)
parassitismo (ουσ αρσ )
parassitologia (θηλ.ουσ)
parassitologico (επίθ.)
parassitologo (ουσ αρσ )
parassitosi (θηλ.ουσ)
parasta (θηλ.ουσ)
parastatale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---