Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraspàlle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,parasˈpalle]

1 στολή προστασίας ώμων παίκτη χόκεὶ
2 βάτες προστασίας ώμων παίκτη χόκεὶ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parasole paraspigolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paraselene (ουσ αρσ )
parasimpatico (ουσ αρσ )
parasimpatico (επίθ.)
parasintetico (αρσ. επίθ και ουσ)
parasole (ουσ αρσ )
paraspalle (ουσ αρσ )
paraspigolo (ουσ αρσ )
parassita (ουσ αρσ )
parassita (επίθ.)
parassitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
parassitario (επίθ.)
parassiticida (ουσ αρσ )
parassiticida (επίθ.)
parassitico (επίθ.)
parassitismo (ουσ αρσ )
parassitologia (θηλ.ουσ)
parassitologico (επίθ.)
parassitologo (ουσ αρσ )
parassitosi (θηλ.ουσ)
parasta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---