Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparaspàlle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,parasˈpalle] 1 στολή προστασίας ώμων παίκτη χόκεὶ 2 βάτες προστασίας ώμων παίκτη χόκεὶ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |