Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mirabolànte (επίθ.) mirmecòlogo (ουσ αρσ )
miracolàto (ουσ αρσ ) mirmìdone, mirmidóne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
miracolàto (επίθ.) Miróne (κύρ.όν. αρσ.)
miràcolo (ουσ αρσ ) mìrra (θηλ.ουσ)
miracolosaménte (επίρ.) mìrteo (επίθ.)
miracolóso (επίθ.) mirtéto (ουσ αρσ )
miràggio (ουσ αρσ ) mirtìllo (ουσ αρσ )
miràre (ρ.αμτβ.) mìrto (ουσ αρσ )
miràre (ρ. μτβ.) misantropìa (θηλ.ουσ)
mirarsi (ρ.μ. (αντων.)) misantròpico (επίθ.)
mirìade (θηλ.ουσ) misàntropo (ουσ αρσ )
miriàmetro (ουσ αρσ ) misàntropo (επίθ.)
miriàpode (ουσ αρσ ) miscèla (θηλ.ουσ)
miriapodo (ουσ αρσ ) miscelàre (ρ. μτβ.)
mirìca (θηλ.ουσ) miscelàto (επίθ.)
mirìce (θηλ.ουσ) miscelatóre (ουσ αρσ )
mirìfico (επίθ.) miscelatóre (επίθ.)
mirìnge (θηλ.ουσ) miscelatùra (θηλ.ουσ)
miringìte (θηλ.ουσ) miscelazióne (θηλ.ουσ)
mirìno (ουσ αρσ ) miscellànea (θηλ.ουσ)
mirìstica (θηλ.ουσ) miscellàneo (επίθ.)
mirmecòfago (επίθ.) mìschia (θηλ.ουσ)
mirmecofilìa (θηλ.ουσ) mischiàre (ρ. μτβ.)
mirmecòfilo (αρσ. επίθ και ουσ) mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
mirmecologìa (θηλ.ουσ) miscìbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: