Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lùteo (επίθ.) maccartìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
luteranésimo (ουσ αρσ ) macché (επιφ.)
luteranìsmo (ουσ αρσ ) maccheronàta (θηλ.ουσ)
luteràno (ουσ αρσ ) maccheróne (ουσ αρσ )
luteràno (επίθ.) maccheronèa (θηλ.ουσ)
lutèzio (ουσ αρσ ) maccheróni (ουσ αρσ πληθ.)
lùto (ουσ αρσ ) maccherònico (επίθ.)
lutrèola (θηλ.ουσ) màcchia (θηλ.ουσ)
lùtto (ουσ αρσ ) macchiaiòlo (ουσ αρσ )
luttuóso (επίθ.) macchiaiòlo (επίθ.)
lutulènto (επίθ.) macchiàre (ρ. μτβ.)
lux (ουσ αρσ ) macchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ma (ουσ αρσ ) macchiàto (επίθ.)
ma (σύνδ.) macchiétta (θηλ.ουσ)
ma (επιφ.) macchiettàre (ρ. μτβ.)
màcabro (επίθ.) macchiettàto (επίθ.)
macàco (ουσ αρσ ) macchiettatùra (θηλ.ουσ)
macadàm (ουσ αρσ ) macchiettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
macadamizzàre (ρ. μτβ.) màcchina (θηλ.ουσ)
macào (ουσ αρσ ) macchinàle (επίθ.)
macaóne (ουσ αρσ ) macchinàre (ρ. μτβ.)
Macàrio (κύρ.όν. αρσ.) macchinàrio (ουσ αρσ )
maccabèo (ουσ αρσ ) macchinatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
maccarèllo (ουσ αρσ ) macchinazióne (θηλ.ουσ)
maccartìsmo (ουσ αρσ ) macchinétta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: