Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [makˈkjare]

λεκιάζω

macchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [makˈkjarsi]

1 λερώνομαι
2 ντροπιάζομαι
3 ατιμάζομαι
4 λεκιάζομαι
5 κηλιδώνομαι
6 στιγματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macchiaiolo macchiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maccheroni (ουσ αρσ πληθ.)
maccheronico (επίθ.)
macchia (θηλ.ουσ)
macchiaiolo (ουσ αρσ )
macchiaiolo (επίθ.)
macchiare (ρ. μτβ.)
macchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
macchiato (επίθ.)
macchietta (θηλ.ουσ)
macchiettare (ρ. μτβ.)
macchiettato (επίθ.)
macchiettatura (θηλ.ουσ)
macchiettista (ουσ αρσ και θηλ.)
macchina (θηλ.ουσ)
macchinale (επίθ.)
macchinare (ρ. μτβ.)
macchinario (ουσ αρσ )
macchinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macchinazione (θηλ.ουσ)
macchinetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---