Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacchiettìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [makkjetˈtista] 1 καρατερίστας (ηθοποιός που παίζει όλους τους ρόλους) 2 γελοιογράφος 3 καρικατουρίστας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |