macchiettìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [makkjetˈtista]
1 καρατερίστας (ηθοποιός που παίζει όλους τους ρόλους)
2 γελοιογράφος
3 καρικατουρίστας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [makkjetˈtista]
1 καρατερίστας (ηθοποιός που παίζει όλους τους ρόλους)
2 γελοιογράφος
3 καρικατουρίστας
permalink
macchiettista (ουσ αρσ και θηλ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android