macchinazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [makkinatˈtsjone]
1 δολοπλοκία
2 ίντριγκα
3 σκευωρία
4 συνωμοσία
5 ραδιουργία
6 χάλκευμα
7 σπιουνιά
8 χάλκευση
9 μηχανορραφία
10 πλεκτάνη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [makkinatˈtsjone]
1 δολοπλοκία
2 ίντριγκα
3 σκευωρία
4 συνωμοσία
5 ραδιουργία
6 χάλκευμα
7 σπιουνιά
8 χάλκευση
9 μηχανορραφία
10 πλεκτάνη
permalink
macchinazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android