Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacchinétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [makkiˈnetta] 1 μηχανούλα 2 αναπτήρας 3 μικρός κινητήρας 4 μικρή μηχανή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |