Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macchinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [makkiˈnoso], [makkiˈnozo]

1 μπερδεμένος
2 σύνθετος
3 πολύπλοκος
4 μπλεγμένος
5 περίπλοκος
6 παρατραβηγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macchinosità macchiolina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macchinetta (θηλ.ουσ)
macchinismo (ουσ αρσ )
macchinista (ουσ αρσ )
macchinosamente (επίρ.)
macchinosità (θηλ.ουσ)
macchinoso (επίθ.)
macchiolina (θηλ.ουσ)
macedone (ουσ αρσ )
macedone (επίθ.)
macedonia (θηλ.ουσ)
macedonico (αρσ. επίθ και ουσ)
macellabile (επίθ.)
macellaio (ουσ αρσ )
macellare (ρ. μτβ.)
macellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macellazione (θηλ.ουσ)
macelleria (θηλ.ουσ)
macello (ουσ αρσ )
macerabile (επίθ.)
macerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---