Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macchinosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [makkinosaˈmente]

1 σύνθετα
2 περίπλοκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macchinista macchinosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macchinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macchinazione (θηλ.ουσ)
macchinetta (θηλ.ουσ)
macchinismo (ουσ αρσ )
macchinista (ουσ αρσ )
macchinosamente (επίρ.)
macchinosità (θηλ.ουσ)
macchinoso (επίθ.)
macchiolina (θηλ.ουσ)
macedone (ουσ αρσ )
macedone (επίθ.)
macedonia (θηλ.ουσ)
macedonico (αρσ. επίθ και ουσ)
macellabile (επίθ.)
macellaio (ουσ αρσ )
macellare (ρ. μτβ.)
macellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macellazione (θηλ.ουσ)
macelleria (θηλ.ουσ)
macello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---