Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacellazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maʧellatˈtsjone] 1 αιματοκύλισμα 2 αιματοχυσία 3 σφαγιασμός 4 ματοκύλισμα 5 αιματοκύλισμα 6 κατακρεούργηση 7 μακελειό 8 σφάξιμο 9 ανθρωποσφαγή 10 σφάξιμο ζώων 11 σφαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |