màcero
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʧero]
1 λάκκος διαβροχής
2 διάβρεξη
3 διαπότιση
4 μούσκεμα
5 βρέξιμο
6 μούλιασμα
7 εμποτισμός
8 διαβροχή
màcero
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʧero]
μουσκεμένος (χρησιμοποίησε καλύτερα το macerato)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʧero]
1 λάκκος διαβροχής
2 διάβρεξη
3 διαπότιση
4 μούσκεμα
5 βρέξιμο
6 μούλιασμα
7 εμποτισμός
8 διαβροχή
màcero
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʧero]
μουσκεμένος (χρησιμοποίησε καλύτερα το macerato)
permalink
macero (ουσ αρσ )
macero (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android