Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmachiavèllico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [makjaˈvɛlliko] 1 πανούργος 2 ύπουλος 3 δόλιος 4 μακιαβελικός 5 πονηρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |