Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màchmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmakmetro]

όργανο μέτρησης του αριθμού μαχ (σε αεροσκάφος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  machiavello macigno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

machiavellicamente (επίρ.)
machiavellico (αρσ. επίθ και ουσ)
machiavellismo (ουσ αρσ )
machiavellista (ουσ αρσ και θηλ.)
machiavello (ουσ αρσ )
machmetro (ουσ αρσ )
macigno (ουσ αρσ )
macilento (επίθ.)
macilenza (θηλ.ουσ)
macina (θηλ.ουσ)
macinabile (επίθ.)
macinacaffè (ουσ αρσ )
macinacolori (ουσ αρσ και θηλ.)
macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )
macinatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---