ItalianoGreco


macinatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [maʧinaˈtore]

1 μυλωνάς
2 εργάτης λιοτριβειού
3 μυλωθρός
4 εργάτης αλευρόμυλου
5 ιδιοκτήτης ή εργάτης μύλου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---