Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacramè
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [makraˈmɛ] 1 εργόχειρο πλεγμένο με κόμπους 2 κέντημα ή κρόσσι γεωμετρικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |