Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacrochilìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [makrokiˈlia] 1 μακροχειλία 2 υπερτροφία ενός ή και των δύο χειλέων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |