Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàcchina
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmakkina] 1 η μηχανή 2 (apparecchio) το μηχάνημα 3 auto το αυτοκίνητο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbattere a macchina # dattilografare = δακτυλογραφώ || macchina [θηλ.] da cucire = η ραπτομηχανη || macchina [θηλ.] da scrivere = η γραφομηχανή || macchina [θηλ.] fotografica = η φωτογραφική μηχανή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |