Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmacchiàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [makˈkjato] λεκιασμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaffè [αρσ.] macchiato = ο καφές με γάλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |