Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macchiaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [makkjaˈjɔlo]

ιμπρεσιονιστής ζωγράφος από τη Φλωρεντία

macchiaiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [makkjaˈjɔlo]

1 άγριος
2 πειρατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macchia macchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maccherone (ουσ αρσ )
maccheronea (θηλ.ουσ)
maccheroni (ουσ αρσ πληθ.)
maccheronico (επίθ.)
macchia (θηλ.ουσ)
macchiaiolo (ουσ αρσ )
macchiaiolo (επίθ.)
macchiare (ρ. μτβ.)
macchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
macchiato (επίθ.)
macchietta (θηλ.ουσ)
macchiettare (ρ. μτβ.)
macchiettato (επίθ.)
macchiettatura (θηλ.ουσ)
macchiettista (ουσ αρσ και θηλ.)
macchina (θηλ.ουσ)
macchinale (επίθ.)
macchinare (ρ. μτβ.)
macchinario (ουσ αρσ )
macchinatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---