Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaccheronàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [makkeroˈnata] 1 γκάφα 2 τραπέζι με μακαρονάδα 3 μακαρονάδα 4 μεγάλο πιάτο μακαρονάδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |