Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fototropìa (θηλ.ουσ) fragoléto (ουσ αρσ )
fototropìsmo (ουσ αρσ ) fragóre (ουσ αρσ )
fototùbo (ουσ αρσ ) fragorosaménte (επίρ.)
fotovoltàico (επίθ.) fragoróso (επίθ.)
fotozincografìa (θηλ.ουσ) fragrànte (επίθ.)
fóttere (ρ. μτβ. και αμετβ.) fragrànza (θηλ.ουσ)
fottìo (ουσ αρσ ) fraintèndere (ρ. μτβ.)
fottùto (αρσ. επίθ και ουσ) fraintendiménto (ουσ αρσ )
foulard (ουσ αρσ ) fràle (αρσ. επίθ και ουσ)
foyer (ουσ αρσ ) fralézza (θηλ.ουσ)
fra (ουσ αρσ ) framboèsia (θηλ.ουσ)
fra (πρόθ.) frammassóne (ουσ αρσ )
frac (ουσ αρσ ) frammassonerìa (θηλ.ουσ)
fracassàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) frammentàre (ρ. μτβ.)
fracassàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) frammentarietà (θηλ.ουσ)
fracàsso (ουσ αρσ ) frammentàrio (επίθ.)
fracassóne (ουσ αρσ ) frammentazióne (θηλ.ουσ)
fràcco (ουσ αρσ ) framménto (ουσ αρσ )
fràdicio (ουσ αρσ ) frammescolàre (ρ. μτβ.)
fràdicio (επίθ.) framméttere (ρ. μτβ.)
fradiciùme (ουσ αρσ ) framméttersi (ρ. μ. αμτβ.)
fràgile (επίθ.) frammezzàre (ρ. μτβ.)
fragilità (θηλ.ουσ) frammèzzo (επίρ.)
fràgola (θηλ.ουσ) frammischiàre (ρ. μτβ.)
fràgola (επίθ.) frammìsto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: