Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fototropìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fototroˈpia]

φωτοτροπισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fototransistore fototropismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fototerapico (επίθ.)
fototessera (θηλ.ουσ)
fototipia (θηλ.ουσ)
fototopografia (θηλ.ουσ)
fototransistore (ουσ αρσ )
fototropia (θηλ.ουσ)
fototropismo (ουσ αρσ )
fototubo (ουσ αρσ )
fotovoltaico (επίθ.)
fotozincografia (θηλ.ουσ)
fottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fottio (ουσ αρσ )
fottuto (αρσ. επίθ και ουσ)
foulard (ουσ αρσ )
foyer (ουσ αρσ )
fra (ουσ αρσ )
fra (πρόθ.)
frac (ουσ αρσ )
fracassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fracassarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---