Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fracassàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [frakasˈsare]

1 τσακίζω
2 σπάζω
3 καταθρυμματίζω
4 κατασυντρίβω
5 κρεπάρω
6 διασπώ
7 θρύβω
8 θρυψαλιάζω
9 συντρίβω
10 κομματιάζω
11 θρυμματίζω

fracassàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [frakasˈsarsi]

1 τσακίζομαι
2 κατασυντρίβομαι
3 συντρίβομαι
4 σπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frac fracasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foulard (ουσ αρσ )
foyer (ουσ αρσ )
fra (ουσ αρσ )
fra (πρόθ.)
frac (ουσ αρσ )
fracassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fracassarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
fracasso (ουσ αρσ )
fracassone (ουσ αρσ )
fracco (ουσ αρσ )
fradicio (ουσ αρσ )
fradicio (επίθ.)
fradiciume (ουσ αρσ )
fragile (επίθ.)
fragilità (θηλ.ουσ)
fragola (θηλ.ουσ)
fragola (επίθ.)
fragoleto (ουσ αρσ )
fragore (ουσ αρσ )
fragorosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---