Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fra  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfra]

καλόγερος

fra  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈfra]

μεταξύ (+ genitivo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foyer frac  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fottio (ουσ αρσ )
fottuto (αρσ. επίθ και ουσ)
foulard (ουσ αρσ )
foyer (ουσ αρσ )
fra (ουσ αρσ )
fra (πρόθ.)
frac (ουσ αρσ )
fracassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fracassarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
fracasso (ουσ αρσ )
fracassone (ουσ αρσ )
fracco (ουσ αρσ )
fradicio (ουσ αρσ )
fradicio (επίθ.)
fradiciume (ουσ αρσ )
fragile (επίθ.)
fragilità (θηλ.ουσ)
fragola (θηλ.ουσ)
fragola (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---