Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fràdicio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]

1 υγρασία
2 ανηθικότητα
3 σαπίλα
4 υγρότητα
5 διαφθορά
6 χαλασμένο κομμάτι

fràdicio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]

(bagnato) μουσκεμένος (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fracco fradiciume  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere ubriaco fradicio = είμαι στουπί στο μεθύσι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fracassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fracassarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
fracasso (ουσ αρσ )
fracassone (ουσ αρσ )
fracco (ουσ αρσ )
fradicio (ουσ αρσ )
fradicio (επίθ.)
fradiciume (ουσ αρσ )
fragile (επίθ.)
fragilità (θηλ.ουσ)
fragola (θηλ.ουσ)
fragola (επίθ.)
fragoleto (ουσ αρσ )
fragore (ουσ αρσ )
fragorosamente (επίρ.)
fragoroso (επίθ.)
fragrante (επίθ.)
fragranza (θηλ.ουσ)
fraintendere (ρ. μτβ.)
fraintendimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---