Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfràgola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfragola] η φράουλα fràgola επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfragola] 1 κόκκινος της φράουλας 2 φραουλί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |