Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fràgola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfragola]

η φράουλα

fràgola  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfragola]

1 κόκκινος της φράουλας
2 φραουλί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fragilità fragoleto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fradicio (ουσ αρσ )
fradicio (επίθ.)
fradiciume (ουσ αρσ )
fragile (επίθ.)
fragilità (θηλ.ουσ)
fragola (θηλ.ουσ)
fragola (επίθ.)
fragoleto (ουσ αρσ )
fragore (ουσ αρσ )
fragorosamente (επίρ.)
fragoroso (επίθ.)
fragrante (επίθ.)
fragranza (θηλ.ουσ)
fraintendere (ρ. μτβ.)
fraintendimento (ουσ αρσ )
frale (αρσ. επίθ και ουσ)
fralezza (θηλ.ουσ)
framboesia (θηλ.ουσ)
frammassone (ουσ αρσ )
frammassoneria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---