Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fràle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfrale]

1 αδύναμος
2 ευπαθής
3 ευαίσθητος
4 εύθραυστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fraintendimento fralezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fragoroso (επίθ.)
fragrante (επίθ.)
fragranza (θηλ.ουσ)
fraintendere (ρ. μτβ.)
fraintendimento (ουσ αρσ )
frale (αρσ. επίθ και ουσ)
fralezza (θηλ.ουσ)
framboesia (θηλ.ουσ)
frammassone (ουσ αρσ )
frammassoneria (θηλ.ουσ)
frammentare (ρ. μτβ.)
frammentarietà (θηλ.ουσ)
frammentario (επίθ.)
frammentazione (θηλ.ουσ)
frammento (ουσ αρσ )
frammescolare (ρ. μτβ.)
frammettere (ρ. μτβ.)
frammettersi (ρ. μ. αμτβ.)
frammezzare (ρ. μτβ.)
frammezzo (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---