Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


framméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [framˈmettere]

1 παρεμβάλλω
2 ενθέτω
3 παρενθέτω
4 παρενείρω

framméttersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [framˈmettersi]

1 παρεμβάλλομαι
2 επεμβαίνω
3 ανακατεύομαι
4 παρεμβαίνω
5 μεσολαβώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frammescolare frammezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frammentarietà (θηλ.ουσ)
frammentario (επίθ.)
frammentazione (θηλ.ουσ)
frammento (ουσ αρσ )
frammescolare (ρ. μτβ.)
frammettere (ρ. μτβ.)
frammettersi (ρ. μ. αμτβ.)
frammezzare (ρ. μτβ.)
frammezzo (επίρ.)
frammischiare (ρ. μτβ.)
frammisto (επίθ.)
frana (θηλ.ουσ)
franabile (επίθ.)
franamento (ουσ αρσ )
franare (ρ.αμτβ.)
francamente (επίρ.)
francare (ρ. μτβ.)
francatura (θηλ.ουσ)
francescana (θηλ.ουσ)
francescano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---