Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


framménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [framˈmento]

1 περίτριμμα
2 σπασμένο κομμάτι πήλινου
3 θρύμμα
4 τεμάχιο
5 θρύψαλο
6 θραύσμα
7 σύντριμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frammentazione frammescolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frammassoneria (θηλ.ουσ)
frammentare (ρ. μτβ.)
frammentarietà (θηλ.ουσ)
frammentario (επίθ.)
frammentazione (θηλ.ουσ)
frammento (ουσ αρσ )
frammescolare (ρ. μτβ.)
frammettere (ρ. μτβ.)
frammettersi (ρ. μ. αμτβ.)
frammezzare (ρ. μτβ.)
frammezzo (επίρ.)
frammischiare (ρ. μτβ.)
frammisto (επίθ.)
frana (θηλ.ουσ)
franabile (επίθ.)
franamento (ουσ αρσ )
franare (ρ.αμτβ.)
francamente (επίρ.)
francare (ρ. μτβ.)
francatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---