Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


franàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fraˈnare]

1 ρέβω
2 εξαντλούμαι
3 γλιστρώ
4 καταπέφτω
5 κατολισθαίνω
6 γκρεμίζομαι
7 καταρρέω
8 καταπίπτω
9 προκαλώ πτώση ή κατάρρευση
10 ολισθαίνω
11 υποχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  franamento francamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frammischiare (ρ. μτβ.)
frammisto (επίθ.)
frana (θηλ.ουσ)
franabile (επίθ.)
franamento (ουσ αρσ )
franare (ρ.αμτβ.)
francamente (επίρ.)
francare (ρ. μτβ.)
francatura (θηλ.ουσ)
francescana (θηλ.ουσ)
francescano (αρσ. επίθ και ουσ)
francese (ουσ αρσ )
francese (επίθ.)
franceseggiare (ρ.αμτβ.)
francesismo (ουσ αρσ )
francesista (ουσ αρσ και θηλ.)
francesizzare (ρ. μτβ.)
franchezza (θηλ.ουσ)
franchigia (θηλ.ουσ)
franchismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---