Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrancése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [franˈʧese], [franˈʧese] 1 (persona) ο Γάλλος, η Γαλλίδα 2 (lingua) τα γαλλικά francése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [franˈʧese], [franˈʧese] γαλλικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |