Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


francesìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [franʧeˈzista]

ειδικός στις γαλλικές σπουδές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  francesismo francesizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

francescano (αρσ. επίθ και ουσ)
francese (ουσ αρσ )
francese (επίθ.)
franceseggiare (ρ.αμτβ.)
francesismo (ουσ αρσ )
francesista (ουσ αρσ και θηλ.)
francesizzare (ρ. μτβ.)
franchezza (θηλ.ουσ)
franchigia (θηλ.ουσ)
franchismo (ουσ αρσ )
franchista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Francia (θηλ.ουσ)
francio (ουσ αρσ )
franco (ουσ αρσ )
franco (επίθ.)
franco (επίρ.)
francobollo (ουσ αρσ )
francofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
francofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
francofono (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---