Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfranko] (moneta) το φράγκο frànco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfranko] (sincero) ειλικρινής (-ής, -ές) frànco επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈfranko] 1 αληθινά 2 ντόμπρα 3 καθαρά και ξάστερα 4 ειλικρινά 5 σταράτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |