Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frangènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [franˈʤɛnte]

1 μεγάλο παράκτιο κύμα
2 κύμα διασπώμενο σε αφρούς
3 φοβερή κατάσταση
4 δυσχέρεια
5 επείγουσα ανάγκη
6 σκόπελος
7 ξέρα
8 δύσκολη κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  francolino frangere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

francofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
francofono (αρσ. επίθ και ουσ)
Francoforte (ουσ αρσ )
franco-italiano (αρσ. επίθ και ουσ)
francolino (ουσ αρσ )
frangente (αρσ. επίθ και ουσ)
frangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frangersi (ρ. μ. αμτβ.)
frangetta (θηλ.ουσ)
frangia (θηλ.ουσ)
frangiare (ρ. μτβ.)
frangiatura (θηλ.ουσ)
frangibile (επίθ.)
frangiflutti (ουσ αρσ )
frangisole (ουσ αρσ )
frangitore (ουσ αρσ )
frangitura (θηλ.ουσ)
frangivento (ουσ αρσ )
frangizolle (ουσ αρσ )
frangola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---