Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frangétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [franˈʤetta]

1 κρόσσι
2 φράντζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frangersi frangia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

franco-italiano (αρσ. επίθ και ουσ)
francolino (ουσ αρσ )
frangente (αρσ. επίθ και ουσ)
frangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frangersi (ρ. μ. αμτβ.)
frangetta (θηλ.ουσ)
frangia (θηλ.ουσ)
frangiare (ρ. μτβ.)
frangiatura (θηλ.ουσ)
frangibile (επίθ.)
frangiflutti (ουσ αρσ )
frangisole (ουσ αρσ )
frangitore (ουσ αρσ )
frangitura (θηλ.ουσ)
frangivento (ουσ αρσ )
frangizolle (ουσ αρσ )
frangola (θηλ.ουσ)
franklin (ουσ αρσ )
franoso (επίθ.)
frantoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---