Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fràngola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfrangola]

φυτό γένους Alnus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frangizolle franklin  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frangisole (ουσ αρσ )
frangitore (ουσ αρσ )
frangitura (θηλ.ουσ)
frangivento (ουσ αρσ )
frangizolle (ουσ αρσ )
frangola (θηλ.ουσ)
franklin (ουσ αρσ )
franoso (επίθ.)
frantoio (ουσ αρσ )
frantoista (ουσ αρσ και θηλ.)
frantumare (ρ. μτβ.)
frantumarsi (ρ.μ. (αντων.))
frantumatore (ουσ αρσ )
frantumazione (θηλ.ουσ)
frantume (ουσ αρσ )
frappa (θηλ.ουσ)
frappè (αρσ. επίθ και ουσ)
frapporre (ρ. μτβ.)
frapporsi (ρ.μ. (αντων.))
frapposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---