Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrangitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [franʤiˈtura] 1 συμπίεση 2 πίεση 3 λιώμα 4 πρεσάρισμα 5 ζούληγμα 6 σύνθλιψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |