Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frappè  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [frapˈpɛ]

1 χτυπητός
2 φραπέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frappa frapporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frantumarsi (ρ.μ. (αντων.))
frantumatore (ουσ αρσ )
frantumazione (θηλ.ουσ)
frantume (ουσ αρσ )
frappa (θηλ.ουσ)
frappè (αρσ. επίθ και ουσ)
frapporre (ρ. μτβ.)
frapporsi (ρ.μ. (αντων.))
frapposizione (θηλ.ουσ)
frasario (ουσ αρσ )
frasca (θηλ.ουσ)
frascame (ουσ αρσ )
frascati (ουσ αρσ )
frascato (ουσ αρσ )
frascheggiare (ρ.αμτβ.)
frascheria (θηλ.ουσ)
fraschetta (θηλ.ουσ)
frasconaia (θηλ.ουσ)
frascume (ουσ αρσ )
frase (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---