Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrantumazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [frantumatˈtsjone] 1 συντριβή 2 θρυψάλιασμα 3 θρυμμάτισμα 4 θρυμμάτιση 5 θρυμματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |