Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrantùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [franˈtume] (al plurale: ((frantumi))) συντρίμμια, θρύψαλα, σμπαράλια, θραύσματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |