Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frascheggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fraskedˈʤare]

1 φλερτάρω
2 θροΐζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frascato frascheria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frasario (ουσ αρσ )
frasca (θηλ.ουσ)
frascame (ουσ αρσ )
frascati (ουσ αρσ )
frascato (ουσ αρσ )
frascheggiare (ρ.αμτβ.)
frascheria (θηλ.ουσ)
fraschetta (θηλ.ουσ)
frasconaia (θηλ.ουσ)
frascume (ουσ αρσ )
frase (θηλ.ουσ)
fraseggiare (ρ.αμτβ.)
fraseggiatore (ουσ αρσ )
fraseggio (ουσ αρσ )
fraseologia (θηλ.ουσ)
fraseologico (αρσ. επίθ και ουσ)
frassinella (θηλ.ουσ)
frassineto (ουσ αρσ )
frassino (ουσ αρσ )
frastagliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---