Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frassinèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [frassiˈnɛlla]

μπαστάρδικο δίκταμο Dictamnus fraxinella


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fraseologico frassineto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fraseggiare (ρ.αμτβ.)
fraseggiatore (ουσ αρσ )
fraseggio (ουσ αρσ )
fraseologia (θηλ.ουσ)
fraseologico (αρσ. επίθ και ουσ)
frassinella (θηλ.ουσ)
frassineto (ουσ αρσ )
frassino (ουσ αρσ )
frastagliamento (ουσ αρσ )
frastagliare (ρ. μτβ.)
frastagliato (επίθ.)
frastagliatura (θηλ.ουσ)
frastaglio (ουσ αρσ )
frastornante (επίθ.)
frastornare (ρ. μτβ.)
frastornato (επίθ.)
frastuono (ουσ αρσ )
frate (ουσ αρσ )
fratellanza (θηλ.ουσ)
fratellastro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---