Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frastagliatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [frastaʎʎaˈtura]

1 δαντέλωση
2 οδόντωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frastagliato frastaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frassineto (ουσ αρσ )
frassino (ουσ αρσ )
frastagliamento (ουσ αρσ )
frastagliare (ρ. μτβ.)
frastagliato (επίθ.)
frastagliatura (θηλ.ουσ)
frastaglio (ουσ αρσ )
frastornante (επίθ.)
frastornare (ρ. μτβ.)
frastornato (επίθ.)
frastuono (ουσ αρσ )
frate (ουσ αρσ )
fratellanza (θηλ.ουσ)
fratellastro (ουσ αρσ )
fratello (ουσ αρσ )
frateria (θηλ.ουσ)
fraternale (επίθ.)
fraternamente (επίρ.)
fraternare (ρ. μτβ.)
fraternita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---