Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfratèrnita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fraˈtɛrnita] 1 αδελφότητα 2 αδελφοσύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |