Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frattèmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fratˈtɛmpo]

ο χρόνος που μεσολαβεί, το χρονικό διάστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frattanto fratto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nel frattempo = εν τω μεταξύ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fratricida (επίθ.)
fratricidio (ουσ αρσ )
fratta (θηλ.ουσ)
frattaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
frattanto (επίρ.)
frattempo (ουσ αρσ )
fratto (επίθ.)
frattura (θηλ.ουσ)
fratturare (ρ. μτβ.)
fraudolento (αρσ. επίθ και ουσ)
fraudolenza (θηλ.ουσ)
frazionamento (ουσ αρσ )
frazionare (ρ. μτβ.)
frazionario (επίθ.)
frazionato (επίθ.)
frazione (θηλ.ουσ)
frazionismo (ουσ αρσ )
frazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
frazionista (επίθ.)
freatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---