ItalianoGreco


frattèmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fratˈtɛmpo]

ο χρόνος που μεσολαβεί, το χρονικό διάστημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nel frattempo = εν τω μεταξύ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---