Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrattàglie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [fratˈtaʎʎe] 1 συκωτάκια κότας ή πουλιών 2 συκωταριά και έντερα ζώου 3 εντόσθια (ζώου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |