Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frattàglie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [fratˈtaʎʎe]

1 συκωτάκια κότας ή πουλιών
2 συκωταριά και έντερα ζώου
3 εντόσθια (ζώου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fratta frattanto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fratria (θηλ.ουσ)
fratricida (ουσ αρσ και θηλ.)
fratricida (επίθ.)
fratricidio (ουσ αρσ )
fratta (θηλ.ουσ)
frattaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
frattanto (επίρ.)
frattempo (ουσ αρσ )
fratto (επίθ.)
frattura (θηλ.ουσ)
fratturare (ρ. μτβ.)
fraudolento (αρσ. επίθ και ουσ)
fraudolenza (θηλ.ουσ)
frazionamento (ουσ αρσ )
frazionare (ρ. μτβ.)
frazionario (επίθ.)
frazionato (επίθ.)
frazione (θηλ.ουσ)
frazionismo (ουσ αρσ )
frazionista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---