Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfraudolènto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [frawdoˈlɛnto] 1 κάλπικος 2 απατηλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |